Menu

Κοτες ελληνικες ρατσες... Τα ελληνικά πουλερικά... Κοτες Ελληνικης Φυλης

Όσο περιφρονημένα κι αν είναι, κάπου βρίσκονται ακόμα τα τελευταία δείγματα παραδοσιακών πουλερικών, τα οποία, κι ας μην το ξέρουμε, αποτελούν κεφάλαιο για τον τόπο μας. Γιατί; Μα γιατί έχοντας ζήσει άπειρα χρόνια σ’ αυτή τη γη, έχουν προσαρμοστεί στις συνθήκες της, στη διατροφή και στο κλίμα, και όπως όλα τα αυτόχθονα, είναι ανθεκτικά στις αρρώστιες, ενώ παράγουν νόστιμα και καλής ποιότητας, κυρίως υγιεινά, προϊόντα
Οι πρόγονοί μας που ζούσαν στα χωριά και δεν είχαν το χρόνο ν’ ασχοληθούν μαζί τους, άφηναν τα πουλερικά τους ελεύθερα να βόσκουν στην πλαγιά και ήξεραν πως εκείνα μπορούν να τα βγάλουν πέρα και πως θα πάνε να γεννήσουν τ’ αυγά τους στην ίδια πάντα φωλιά απ’ όπου πήγαιναν και τα μάζευαν. Όταν πάλι θα κλωσούσαν και θα έβγαζαν τα μικρά τους, θα τα μεγάλωναν μόνα τους, θα τα μάθαιναν να βρίσκουν τροφή χωρίς καμιά ανθρώπινη φροντίδα – άντε το πολύ να τους έδιναν λίγο ψωμί μουσκεμένο – θα τα προστάτευαν από τ’ αρπακτικά, σκεπάζοντάς τα με τις φτερούγες τους! Αυτή την ανεξαρτησία και την αυτάρκεια την έχουν διατηρήσει ως σήμερα τα λίγα ντόπια πουλερικά που απομένουν.

Λίγα φυσικά, αφού από κάποια στιγμή άρχισε η εκτός ελέγχου εισαγωγή ξένων φυλών, η μαζική αναπαραγωγή τους (σε κλωσομηχανές), και η πώληση σε αγρότες που πια είχαν τελείως παραπλανηθεί από τη «μόδα» της αποθέωσης του μεγέθους, που έλεγε πως αφού τα νέα πουλερικά ήταν μεγαλύτερα θα είχες μεγαλύτερη αποδοτικότητα και μεγαλύτερο κέρδος! Φυσικά και δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Τα μεγάλα πουλερικά αποδείχτηκαν πολύ πιο ευπρόσβλητα από ασθένειες, ήθελαν πολλή φροντίδα και πολλή τροφή για μια αμφίβολης ποιότητας παραγωγικότητα.
Μιλώντας για ντόπια πουλερικά, φυσικά και δεν σημαίνει πως μόνο μια φυλή από το κάθε είδος κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το ακριβώς αντίθετο. Η Ελλάδα, λόγω των πολύ διαφορετικών εδαφικών και κλιματικών συνθηκών που επικρατούν από περιοχή σε περιοχή, είχε το προνόμιο να δημιουργηθούν πάρα πολλές φυλές πουλερικών, η κάθε μία καλή για τον τόπο της. Σήμερα ανάμεσα στα απομεινάρια που μπορέσαμε να βρούμε, σημειώνουμε μερικά κότες, όπως:

Κατσουλιέρα. Μικρούς πληθυσμούς της συναντάμε στην Αιτωλοακαρνανία, στην Αττική, στην Πελοπόννησο. Χαρακτηριστικό της μία «σκούφια» από μαλακά φτερά στο κεφάλι. Τα χρώματά της ποικίλουν. Είναι μέτρια σε μέγεθος, γεροδεμένη και σκληροτράχηλη. Έχει καλή παραγωγικότητα σε αυγά.


Φιλιανή κότα Λέσβου. Κατάγεται από τα Φίλια της Λέσβου ενώ στο νησί υπάρχουν και άλλες ποικιλίες από ντόπιες κότες. Είναι λεπτή, σε χρώμα μαύρο, λαιμό κόκκινο ή ασημί. Τα αυγά της είναι κοκκινωπά και έχει την ικανότητα να επωάζει όλο το χρόνο.


Νανόκοτα Θράκης. Είναι μικρόσωμη αλλά όχι νανάκι. Με αεροδυναμικό σχήμα, σηκωτή ουρά και λοφίο. Πολύ ανθεκτική σε όλες τις καιρικές συνθήκες.

Άλλες ποικιλίες κότας: η Πετρωτή, ο Γυφτοκόκορας (κατάγεται από τη Θεσσαλία), η Μπουφούνα, η κότα Καλαμάτας, η Παλαμά Καρδίτσας, η Χιλιανή, Νησιριώτικη (εξαφανισμένη), η Φωλιδωτή Χαλκιδικής (εξαφανισμένη). Πληροφορίες υπάρχουν και για άλλες τελείως ανεξερεύνητες φυλές κότας που πρέπει να υπάρχουν στην Αίγινα, στη Σύρο, στα Αντικύθηρα, στην Κρήτη, στη Μάνη, στην Ηλεία, στη Λοκρίδα, και ίσως αλλού.
Όμως εκτός από κότες, μάλλον υπάρχουν ντόπιες ποικιλίες από χήνες και πάπιες (έρευνα από κρατικούς φορείς δεν έχει γίνει ενώ η Μη Κυβερνητική «Αμάλθεια», προσπαθεί να μαζέψει πληροφορίες), αλλά και γαλοπούλες (αυτό μάλλον σίγουρο). Μάλιστα η ντόπια γαλοπούλα (είναι μικρότερη από αυτή που κυκλοφορεί τα τελευταία χρόνια στο εμπόριο), έχει ένα απίθανο χαρακτηριστικό: Μπορεί να τη δούμε στον… ουρανό αφού ξέρει να πετάει και να μετακινείται από τη μια γειτονιά σε άλλη.
Εξημερωμένες όρνιθες υπάρχουν στην Ελλάδα από την αρχαιότητα. Δεν υπάρχει καμία επίσημα αναγνωρισμένη φυλή. Δεν εκτράφηκαν ποτέ συστηματικά ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης.
Πυρήνες από "ντόπιες κότες" ελευθέρας βοσκής εξακολουθούν να εκτρέφονται ιδιαίτερα σε απομονωμένες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας. Τελευταία ο πληθυσμός τους μειώθηκε δραματικά διότι αντικαταστάθηκαν από εισαγόμενες φυλές. Οι "ντόπιες" όρνιθες είναι γενικά μικρότερες σε μέγεθος (όχι όσο κάποιες ξένες διακοσμητικές φυλές). Διατηρούν την ικανότητα επώασης και ανατροφής των νεοσσών, καταναλώνουν μικρότερη ποσότητα τροφής, έχουν μεγαλύτερη αυγοπαραγωγή, ενώ εμφανίζουν και κάποια χαρακτηριστικά άγριας όρνιθας όπως : ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης, ανεπτυγμένη ικανότητα να πετούν και τάση να κουρνιάζουν στα υψηλότερα σημεία των δένδρων.

Κάποιες ποικιλίες εκτρέφονται με βάση χαρακτηριστικά όπως την παρατεταμένη κραυγή των αρσενικών (Θεσσαλία, Θράκη), ή την χρησιμοποίησή τους σε κοκορομαχίες όπως οι Χιλιανές των Πομάκων.
Ορνιθες με κατσαρό πτέρωμα αναφέρονται στην Πελοπόννησο, Λαμία και Λέσβο. Παλαιότερα ήταν μάλλον πιο διαδεδομένες.
Η επιβεβαίωση και ο προσδιορισμός της γεωγραφικής εξάπλωσης των πληθυσμών είναι στο αρχικό στάδιο έρευνας. Ντόπιες κότες απροσδιορίστου ταυτότητας αναφέρονται στην Αλόννησο, το Σκαλοχώρι Λέσβου, Ήπειρο, Αντίπαρο, Πάρο, Κέρκυρα, Σκύρο, Μήλο και Νάξο.

Κοτες Αυγοπαραγωγης Αγορα Πωλουνται Αυγα Αγγελιες

Δημοσίευση σχολίου

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΦΟΡΤΩΣΗ

 
Top